Ρεμπελιό των Ποπολάρων
Θα ήταν παράλειψη, έχοντας αναφέρει τους δύο παραπληρωματικούς τύπους ζακυνθινής πολιτιστικής κληρονομιάς (ποπολάρων και ευγενών) που φιλοξενούνται στο Μουσείο Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων, να μην αναφερθούμε στο «ρεμπελιό των ποπολάρων», του Αυγούστου του 1628, όπου καθρεφτίζονται οι δύο αυτές κουλτούρες σε στιγμή σύγκρουσης. Για να γίνει κατανοητό το πλαίσιο της σύγκρουσης θα ακολουθήσουμε τη διάκριση του ιστορικού Δ. Αρβανιτάκη, ο οποίος ονομάζει «πολίτες» τους ευγενείς (επειδή είχαν δικαιώματα cittadino-πολίτη) και εκείνους που δεν είχαν τέτοια δικαιώματα «ποπολάρους». Το πρώτο γεγονός που σηματοδοτεί την έναρξη της «εποχής του ρεμπελιού», αποτελεί, σύμφωνα με τη Διήγηση του Άγγελου Σουμάκη, αλλά και σύμφωνα με τις βενετικές αρχειακές πηγές, η άρνηση των ποπολάρων που υπηρετούσαν στις νυχτερινές φρουρές να καταγραφούν στους στρατιωτικούς καταλόγους.
Οι Προβλεπτές κάθε χρόνο, στην αρχή της περιόδου του καλοκαιριού, κατέγραφαν εκ νέου τους ποπολάρους που υπηρετούσαν στη εκατονταρχία κάθε μίας από τις δεκατέσσερις ενορίες της πόλης, ώστε να είναι σίγουροι για την πληρότητα των ομάδων και για την καταλληλότητα του οπλισμού τους. Στις 25 Μαΐου 1628 (π. η.), ημέρα Κυριακή, ένας μεγάλος αριθμός ποπολάρων παρουσιάστηκε στον Προβλεπτή Piero Malipiero στο κάστρο, μαζί με το «δικηγόρο του λαού» (avvocato del popolo), τον Πέτρο Δαλάκβιλα (Piero dall’ Aquila), για να παραπονεθεί με τρόπο «μετριοπαθή και γεμάτο σεβασμό» για τις καταχρήσεις των πολιτών καπετάνιων. Οι ποπολάροι αντιδρούσαν στους πολίτες καπετάνιους υποστηρίζοντας ότι οι τελευταίοι, καταχρώμενοι την εξουσία τους, έβλαπταν τη ζωή, την περιουσία τους και την τιμή τους. Ως εκ τούτου, αρνούνταν να υπηρετούν πλέον υπό τις διαταγές τους. Ο Προβλεπτής (Piero Malipiero) προχώρησε στην εκλογή δεκατεσσάρων καπετάνιων ποπολάρων στους οποίους ανέθεσε τις ισάριθμες φρουρές. Για να προλάβει, όμως, τις αντιδράσεις των πολιτών, αποφάσισε παράλληλα να οριστούν δεκατέσσερις νέοι πολίτες καπετάνιοι «ώριμης ηλικίας», οι οποίοι θα είχαν την ευθύνη και την αρχηγία των φρουρών, σε περίπτωση εμφάνισης άμεσου κινδύνου για το νησί. Κατά τον Προβλεπτή, λοιπόν, η αντίδραση των ποπολάρων δεν είχε ως αιτία την άρνησή τους να υπηρετήσουν τη Βενετία, αλλά την καταπίεση που υφίσταντο από τους νεαρούς καπετάνιους.
Για το ζήτημα ενημερώθηκε η Βενετία και από τα δύο μέρη και απέστειλε τον Βενετό επιθεωρητή Antonio Civran να διερευνήσει και να διευθετήσει την υπόθεση. Ωστόσο ο τελευταίος μερολήπτησε υπέρ των «πολιτών» και έτσι το Σάββατο 16 Αυγούστου 1628 (π. η.), με επανειλημμένες προκηρύξεις του καλούσε όλους ανεξαιρέτως τους ποπολάρους, ηλικίας από 15 μέχρι 50 χρόνων (60, σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες) να συγκεντρωθούν την επομένη στο χώρο του Άμμου (Sabbionera), στην εκκλησία της Φανερωμένης, στην παραλία της Χώρας για να τους δοθούν οδηγίες και να τους μοιραστούν τα όπλα, όπως και έγινε. Το θέαμα που αντίκρυσαν οι ποπολάροι ωστόσο, δεν προμήνυε διόλου ευχάριστες εξελίξεις, καθώς είδαν τον Civran περιστοιχισμένο από αρκετούς πολίτες και αξιωματικούς, ενώ ένας αριθμός σκλαβούνων (από 100 μέχρι 300 μουσκετοφόροι) είχε κυκλώσει την περιοχή. Ακριβώς μπροστά στον ανοιχτό χώρο είχε αγκυροβολήσει η γαλέρα του Civran με τα κανόνια έτοιμα στραμμένα προς το μέρος τους.
Τότε οι ποπολάροι ζήτησαν από τον Civran να μην τους καταγράψει υπό τους πολίτες καπετάνιους, εφόσον ήταν θανάσιμοι διώκτες τους και κάτω από την τυραννική εξουσία τους είχαν υποφέρει στο παρελθόν αμέτρητες καταπιέσεις. Ο Civran ήταν ανυποχώρητος και όταν οι ποπολάροι αρνήθηκαν να υπακούσουν έφυγε οργισμένος από το χώρο της συγκέντρωσης μαζί με τους πολίτες, καλώντας τους επιτρόπους του λαού να τον ακολουθήσουν στη γαλέρα. Ύστερα από κάποιο διάστημα έγινε φανερό ότι προετοιμαζόταν πάνω στη γαλέρα ο απαγχονισμός των επιτρόπων του λαού, πράγμα που όξυνε τα πνεύματα ακόμα περισσότερο. Τελικά λύση στο δράμα δόθηκε ύστερα από την παρέμβαση του Γενικού Καπετάνιου της Κρήτης Francesco Molin, ο οποίος βρισκόταν στη Ζάκυνθο. Ο Molin κατάφερε να πείσει τον Civran να ελευθερώσει τους επιτρόπους, πριν η κατάσταση εκτραχυνθεί. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, το βράδυ της Κυριακής αρκετοί από τους «pricipali del popolo» ήρθαν στο μοναστήρι της Παναγίας των Χαρίτων για να υποβάλουν τα σέβη τους στον Civran και να ζητήσουν συγχώρεση. Την επομένη το βράδυ, ο Civran διέταξε να βγάλουν από τον Άγιο Νικόλαο του Μόλου το Σταυρό και την εικόνα της Παναγίας για ν’ ακολουθήσει μεγάλη λιτανεία στην οποία έλαβαν μέρος πολίτες και ποπολάροι: ήταν η σκηνή της συμφιλίωσης, της pace, ανάμεσα στις δύο αντίπαλες πλευρές. Ήταν το τέλος του ρεμπελιού των ποπολάρων.
Αρκετές φορές στα επόμενα χρόνια η κατάσταση γνώρισε κάποια οξύτητα, αλλά η ένταση δεν έφτασε ποτέ ξανά στα όρια του παροξυσμού του Αυγούστου. Οπωσδήποτε σε καμία περίπτωση δεν τέθηκε θέμα αμφισβήτησης του πλαισίου της αυτοδιοίκησης ή, ακόμη περισσότερο της κυριαρχίας της Βενετίας. Εξάλλου οι πλούσιοι ποπολάροι επιδίωκαν όλο και περισσότερο την κοινωνική τους ανέλιξη καθώς άνθρωποι που δεν ανήκαν στο Συμβούλιο, αλλά ήταν πολύ πλούσιοι, επεδίωκαν να συγγενέψουν με οικογένειες πολιτών, πράγμα που όχι μόνο αύξανε το κύρος τους, αλλά και τους επέτρεπε να εισέλθουν στα πελατειακά δίκτυα και να επιτύχουν τελικά την ένταξη στον κύκλο των πολιτών, ενδεικτικό της νοοτροπίας των πλουσίων ποπολάρων που αποδεικνύει την τάση τους για κοινωνική άνοδο και όχι, βεβαίως, για ρήξη με το υπάρχον καθεστώς.