Η οικογενειακή δίκη
Στο μεταξύ όμως, θα έχει ξεσπάσει η μεγάλη οικογενειακή δίκη (Νοέμβριος 1833). Τα γεγονότα φαίνεται πως έχουν ως εξής: Επιστρέφοντας ο ετεροθαλής αδερφός του Δημητρίου και του Διονυσίου Σολωμού Ιωάννης Λεονταράκης από την Ιταλία (όπου σπούδαζε Νομικά με την οικονομική βοήθεια του Διονυσίου) στην Ζάκυνθο (όπου ήταν το πατρικό του σπίτι), δηλώνει στο Υγειονομείο το όνομα Ιωάννης Σολωμός-Λεονταράκης (αρχές Νοεμβρίου 1833). Οι αδερφοί Σολωμού καλούν τον Ιωάννη να λογοδοτήσει για την αιφνίδια χρήση του επιθέτου τους και εκείνος απαντά ότι οφείλεται στο γεγονός της ανακάλυψης των πραγματικών συνθηκών γέννησής του. Στη συνέχεια, στις 28 Νοεμβρίου, οι αδερφοί Σολωμού απευθύνουν Αίτηση προς το δικαστήριο ζητώντας να απαγορευτεί στον Ιωάννη Λεονταράκη να χρησιμοποιεί το επίθετό τους. Ο Ιωάννης απαντά με αγωγή (30 Νοεμβρίου), ζητώντας να ακυρωθεί η διαθήκη του Νικολάου Σολωμού και να θεωρηθεί ο ίδιος ως νόμιμος γιος ενώ ο Διονύσιος και ο Δημήτριος ως μοιχογενείς. Και έτσι ξεκινά η μεγάλη οικογενειακή δίκη.
Τα γεγονότα αυτά συνδέονται ασφαλώς με τις γενικότερα κακές σχέσεις των αδερφών και κυρίως του Διονυσίου με τον Ιωάννη και την οικογένεια Λεονταράκη από το 1830 και μετά, για λόγους που δεν είναι πάντα σαφείς. Συνδέονται επίσης με τον θάνατο του Ροβέρτου Σολωμού στις 11/23 Φεβρουαρίου 1832 καθώς και με την ασάφεια της νομοθεσίας σχετικά με τα κληρονομικά. Συγκεκριμένα: Μέχρι τη στιγμή του θανάτου του Ροβέρτου, που ήταν ο γνήσιος απόγονος του Νικολάου Σολωμού, ο Διονύσιος και ο Δημήτριος μπορούσαν να χειρίζονται το μερίδιο της πατρικής περιουσίας που είχαν συμφωνήσει οι τρεις τους (μέσω των επιτρόπων), χάρη στην υποχώρηση που ο Ροβέρτος δέχθηκε να κάνει και όχι βάσει κάποιου νόμου. Αντίθετα, βάσει του ισχύοντος ενετικού νόμου τα νόθα παιδιά δεν είχαν δικαίωμα στην περιουσία του πατέρα τους. Μετά το θάνατο του Ροβέρτου και εφόσον οι νέοι κώδικες είχαν μεν ψηφιστεί αλλά δεν είχαν ακόμα επικυρωθεί από τον Αρμοστή, ο μόνος γιος του Νικολάου Σολωμού με δικαιώματα γνήσιου κληρονόμου θα ήταν ο Ιωάννης Λεονταράκης, εφόσον είχε γεννηθεί μετά το γάμο του Νικολάου με την Αγγελική Νίκλη. Το δικαστήριο λοιπόν στη συγκεκριμένη περίπτωση θα μπορούσε να δικαιώσει τον Ιωάννη Λεονταράκη, αν βέβαια αυτός αποδείκνυε ότι είναι γιος του Νικολάου Σολωμού.
Στη δίκη που θα ακολουθήσει ένα από τα πρώτα πράγματα που θα διερευνηθούν είναι ακριβώς το αν ο Ιωάννης είναι γιος του Νικολάου Σολωμού. Η ημερομηνία της γέννησής του φαινόταν να συνηγορεί υπέρ αυτής της εκδοχής, γιατί μολονότι είχε δηλωθεί ότι γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1807, ο πραγματικός μήνας γέννησης ήταν ο Σεπτέμβριος της ίδιας χρονιάς. Συνεπώς η σύλληψή του είχε γίνει όσο ακόμα ο κόντες Νικόλαος Σολωμός ήταν ζωντανός. Από κει και πέρα, βέβαια, χρειαζόταν να αποδείξει ότι δεν ήταν καρπός των εξωσυζυγικών σχέσεων της μητέρας του με τον Εμμανουήλ Λεονταράκη. Η μητέρα του και μητέρα των Σολωμών, η Αγγελική Νίκλη, κατέθεσε ότι ο Ιωάννης ήταν παιδί του Νικολάου και ότι η ίδια είχε αναγκαστεί να δηλώσει άλλη ημερομηνία (Δεκέμβριο αντί για Σεπτέμβριο) και στη συνέχεια να παντρευτεί τον Εμμανουήλ Λεονταράκη, ακολουθώντας τις συμβουλές των επιτρόπων, προκειμένου να μη βλάψει τα άλλα δύο παιδιά της, τον Διονύσιο και τον Δημήτριο, που θα κινδύνευαν έτσι να χάσουν την πατρική περιουσία. Ισχυρίστηκε, επίσης, ότι υπήρχε συμφωνία ο Διονύσιος να αναλάβει να σπουδάσει τον Ιωάννη και αργότερα, όταν εκείνος θα ενηλικιωνόταν, ο Διονύσιος και ο Δημήτριος να τον αναγνωρίσουν ως αδερφό τους και οι τρεις να μοιράσουν μεταξύ τους την περιουσία του Νικολάου Σολωμού. Η κατάθεση της Αγγελικής θα προκάλεσε αναμφίβολα μεγάλο πόνο στον Διονύσιο, ο οποίος τον Νοέμβριο του 1833 έγραφε στον φίλο του και δικηγόρο του στην υπόθεση της οικογενειακής δίκης Ιωάννη Γαλβάνη: «Όσο για τη μητέρα μου, είναι πάντα η μητέρα μου• κι έγραψα στον αδερφό μου [τον Δημήτριο] λόγια ήμερα, για να μην είναι πάντα πικραμένη η καρδιά του εναντίον της. Αυτή το ξέρει μπροστά στο Θεό τίνος γιος είναι αυτός ο άθλιος, που του καρφώθηκε η ιδέα να γίνει πλούσιος• αλλά με το δρόμο που παίρνει, πίστεψέ με, δε θα κατορθώσει τίποτε. Αν ωστόσο, με οποιοδήποτε άλλο δρόμο, κατάφερνε να γίνει πάμπλουτος, η μητέρα μου, που ξέρει την καρδιά όλων της των παιδιών, θα μάθει πως θα την αφήσουν ακόμη και να αγκομαχάει για ένα ζευγάρι παπούτσια και για το ψωμί• και θα την πετάξουν στην άκρη σαν κανένα συγύρι του σπιτιού, ολότελα άχρηστο. Μόνο ο Σπύρος την αγαπά• για τους άλλους είναι κιόλας πολύ που την έχουν στο σπίτι. Όσο για μένα, δεν μπορώ να πω τίποτε για το τι έχω κάνει, γιατί γι’ αυτήν δεν έχω κάνει παρά μόνο το καθήκον μου. Η Θεία Πρόνοια, που το ξέρει πως εγώ δεν έκαμα ποτέ σκληρά τα σπλάχνα που Εκείνη ευδόκησε να μου χαρίσει, θα εξακολουθήσει να μ’ έχει ταπεινό δούλο της καλοσύνης της. Όμως θέλω να φύγουν απ’ το σπίτι. Ας κάνουν, αν θέλουν, δίκη• αυτό δεν έχει σχέση με το να φύγουν γρήγορα, γιατί το σπίτι το χρειάζομαι για μένα.» (Πολίτης 1991: 307-8• το πρωτότυπο στα ιταλικά).
Η πρώτη δικαστική απόφαση θα βγει τον Ιούνιο του 1836 από το Πρωτοδικείο Ζακύνθου και θα είναι ευνοϊκή για τον Διονύσιο και τον Δημήτριο. Ο Ιωάννης θα προσφύγει στο Ανώτατο Συμβούλιο της Δικαιοσύνης, ζητώντας την ακύρωση της απόφασης του Πρωτοδικείου. Η απόφαση του Ανωτάτου Συμβουλίου της Δικαιοσύνης (4 Απριλίου 1838) θα είναι και πάλι υπέρ των αδερφών Σολωμού. Θα δημοσιευτεί στις 7 του ίδιου μήνα στην Εφημερίδα των Ιονίων Νήσων (φύλλο 380), κλείνοντας έτσι δημόσια την υπόθεση. Ο Ιωάννης Λεονταράκης θα φύγει από τη Ζάκυνθο και θα παντρευτεί στην Αγγλία, κρατώντας και το επώνυμο Σολωμός και τον τίτλο του κόντε. Μολονότι δικαιώθηκαν με τον Δημήτριο, ο Διονύσιος ταλαιπωρήθηκε και πληγώθηκε πολύ και κλείστηκε ακόμα περισσότερο στον εαυτό του. Άλλωστε, η οριστική λύση στο ζήτημά τους δεν δόθηκε παρά το 1841, με την εφαρμογή των νέων κωδίκων.