Το νομικό πλαίσιο
Εκτελώντας λοιπόν το καθήκον του, ο επίτροπος Νικόλαος Μεσσαλάς θα σχεδιάσει τις σπουδές του ανήλικου Διονυσίου και στη συνέχεια του Δημητρίου έτσι ώστε αυτές να συμβαδίζουν με τους τίτλους ευγενείας που είχαν κληρονομήσει από τον πατέρα τους. Συγχρόνως, θα προσπαθήσει να τους απομακρύνει από τη μητέρα τους και την καινούρια, λαϊκή οικογένειά της. Υπάρχει λόγος και μάλιστα αρκετά σοβαρός. Μολονότι ο Νικόλαος Σολωμός είχε αναγνωρίσει τον Διονύσιο και τον Δημήτριο ως «φυσικά» παιδιά του ορίζοντάς τους και ως κληρονόμους του, μαζί με τον πρωτότοκο Ροβέρτο, και μολονότι είχε παντρευτεί την Αγγελική Νίκλη, ο τίτλος ευγενείας και η κατοχή της κληρονομιάς δεν μπορούσαν να θεωρηθούν κατοχυρωμένα για τα δύο νοθογέννητα παιδιά, εξαιτίας του νομικού καθεστώτος και κυρίως της ασάφειας που υπήρχε. Τα πράγματα φαίνεται πως έχουν ως εξής. Σύμφωνα με το ενετικό δίκαιο που ίσχυε για αιώνες στα Επτάνησα, τα παιδιά που γεννιόντουσαν εκτός γάμου δεν είχαν κανένα κληρονομικό δικαίωμα ούτε στους τίτλους ούτε στην περιουσία του πατέρα τους. Μόνον αν δεν υπήρχε γνήσιος απόγονος, τότε το εκτός γάμου παιδί μπορούσε να κληρονομήσει το ένα δωδέκατο της πατρικής περιουσίας, με την προϋπόθεση βέβαια ότι ο πατέρας το είχε αναγνωρίσει ως «φυσικό». Η αναγνώριση γινόταν μέσω γάμου, ίσχυε όμως μόνον εάν τη στιγμή της γέννησης του «φυσικού» παιδιού και οι δύο γονείς ήταν ελεύθεροι. Με αυτά τα δεδομένα, είναι φανερό ότι η διαθήκη του Νικολάου Σολωμού καθώς και ο γάμος του με την Αγγελική Νίκλη δεν ήταν αρκετά για να διασφαλίσουν τα δικαιώματα των δύο «φυσικών» παιδιών του στους τίτλους ευγενείας και την πατρική περιουσία.
Την εποχή βέβαια που ο Νικόλαος Σολωμός συντάσσει τη διαθήκη του (28.12.1802) η Δημοκρατία της Γαληνοτάτης έχει ήδη καταλυθεί, και με τη Συνθήκη του Καμποφόρμιο τα Επτάνησα έχουν παραχωρηθεί στους Γάλλους (1797). Το 1800, με τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, η Ρωσία και η Τουρκία έχουν προχωρήσει στη δημιουργία της Επτανήσου Πολιτείας, η οποία όμως θα καταργηθεί τον Ιούλιο του 1807 με τη Συνθήκη του Τιλσίτ, οπότε τα Επτάνησα θα περάσουν για δεύτερη φορά στη Γαλλία. Ήδη λοιπόν από το 1797 το ενετικό δίκαιο πλέον δεν ισχύει ενώ έχει εισαχθεί στα Επτάνησα νέα νομοθεσία και νέο δικαστικό σύστημα, το γαλλικό. Όσο αφορά τα θέματα κληρονομικής διαδοχής, η γαλλική νομοθεσία εξομοίωνε τα νόθα παιδιά με τα γνήσια, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως στις περιπτώσεις όπου ένας από τους δύο γονείς ήταν νόμιμα παντρεμένος την εποχή που γεννιόταν το νόθο παιδί, οπότε αυτό δεν δικαιούνταν το σύνολο της πατρικής περιουσίας, αλλά το ένα τρίτο αυτού που θα έπαιρνε αν ήταν γνήσιο. Η εφαρμογή όμως του άγνωστου και ανοίκειου γαλλικού νομικού συστήματος στα Επτάνησα είχε προκαλέσει μεγάλη αναστάτωση και φαίνεται πως τελικά δεν ίσχυσε ποτέ. Σιωπηρά εξακολουθούσε να ισχύει το ενετικό δίκαιο, το οποίο, όπως φάνηκε, ήταν ιδιαίτερα αυστηρό απέναντι στα «φυσικά»/νόθα παιδιά: δεν τους αναγνώριζε κανένα κληρονομικό δικαίωμα ούτε την εγγραφή στη Χρυσή Βίβλο των ευγενών. Ο προσδιορισμός και η ενεργοποίηση μιας καινούριας σχετικής νομοθεσίας στα Επτάνησα, που θα αντικαθιστούσε την ενετική και την γαλλική, δεν θα τεθεί σε ισχύ παρά μόνον τον Μάιο του 1841 (με τον ΙΗ´ νόμο του Ζ´ Ιονίου Κοινοβουλίου), αφήνοντας στο μεταξύ ακάλυπτους τους εκτός γάμου «φυσικούς» γόνους των επτανήσιων εύπορων και ευγενών, όπως ο Διονύσιος και ο Δημήτριος.
Στηριγμένος, ακριβώς, σε αυτό το νομικό κενό, ο πρωτότοκος γιος του Νικολάου Σολωμού Ροβέρτος θα ασκήσει αγωγή κατά της διαθήκης του πατέρα του τον Νοέμβριο του 1807, δηλαδή λίγους μήνες μετά τον θάνατο εκείνου, επιχειρώντας να την ακυρώσει. Η υπόθεση δεν θα φθάσει τελικά στο δικαστήριο, πιθανότατα γιατί ο Ροβέρτος θα υποχωρήσει απέναντι στην επιχειρηματολογία του Νικολάου Μεσσαλά και του δικηγόρου των ανηλίκων Στυλιανού Μιχαλίτση και θα αποδεχθεί να πάρουν τα δύο ετεροθαλή αδέρφια του το μισό της πατρικής περιουσίας, αντί των δύο τριών που όριζε η διαθήκη, και να πάρει ο ίδιος το άλλο μισό, αντί του ενός τρίτου που όριζε η διαθήκη στην περίπτωσή του. Παρά τη θετική έκβαση αυτής της πρώτης οικογενειακής κρίσης, τίποτε δεν είχε στην πραγματικότητα ρυθμιστεί, εφόσον δεν υπήρχε σχετική νομοθεσία και τα δύο «φυσικά» παιδιά εξακολουθούσαν να παραμένουν χωρίς κάλυψη και ουσιαστική προστασία, όπως, άλλωστε, θα αποδειχθεί είκοσι πέντε χρόνια μετά.
Σε αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, ο επίτροπος και συγγενής των ανήλικων αδελφών Σολωμού Νικόλαος Μεσσαλάς θα φροντίσει ώστε αυτά να σπουδάσουν στην Ιταλία, να πάρουν την ειδικότερη μόρφωση (νομικά ή ιατρική) που όριζαν οι κοινωνικοί κανόνες για τους ευγενείς και τις ανώτερες τάξεις και, συγχρόνως, να απομακρυνθούν από την λαϊκή οικογένεια της μητέρας τους. Έτσι μπορεί να εξηγηθεί και το γεγονός ότι ο Μεσσαλάς θα εμποδίσει την αλληλογραφία της Αγγελικής Νίκλη με τον Διονύσιο κατά τα πρώτα χρόνια της παραμονής του τελευταίου στην Ιταλία. Αποκαλυπτικό είναι το πρώτο σωζόμενο γράμμα του Διονυσίου προς τη μητέρα του, γραμμένο από την Κρεμόνα, στις 4 Νοεμβρίου 1815: «Finalmente dopo quattro e più anni che desideravo tue lettere, me ne pervennero due consecutive: io le bagnai, te l’assicuro, di tenerissime lagrime; perché mi fecero sgombrare i dubbi che tante volte mi fa concepire la privazione delle tue lettere. Io ti piansi più d’una volta come estinta, e tal altra per consolarmi mi formavo qualche ragione, onde ingannar me medesimo. Cosi avviene in chi è veracemente penetrato dalla figliale tenerezza.» [= Επιτέλους, ύστερ’ από τέσσερα και παραπάνω χρόνια που λαχταρούσα να λάβω γράμμα σου, μου ήρθαν δυο, το ένα πάνω στ’ άλλο• τα ’βρεξα, πίστεψέ με, με τα πιο θερμά μου δάκρυα• γιατί μου έδιωξαν τους φόβους που τόσες φορές έβαζε ο νους μου καθώς δε λάβαινα καθόλου γράμματά σου. Πολλές φορές σ’ έκλαψα για πεθαμένη, άλλες, πάλι, για να παρηγορηθώ, προσπαθούσα να βρω κάποια δικαιολογία ώστε να ξεγελάσω τον εαυτό μου. Έτσι είναι όταν είναι κανείς βαθιά ποτισμένος από τρυφερή στοργή για τους γονιούς του.] (Πολίτης 1991: 49, 50).