Ιταλικός ρομαντισμός
Ήδη από το τα τέλη του 18ου αιώνα οι ιταλικές μεταφράσεις γερμανικής λογοτεχνίας προετοιμάζουν στην Ιταλία το έδαφος για τη διαμόρφωση των προρομαντικών τάσεων: μεταφράσεις των Ειδυλλίων (Idyllen) του Γκέσνερ (Salomon Gessner), του Βέρθερου (Werther) του Γκαίτε (J. W. Goethe), των ωδών, των ελεγειών και των ύμνων του Κλόπστοκ (Friedrich Gotllieb Klopstock). Τον χειμώνα του 1815-1816, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της στην Ιταλία, η μαντάμ ντε Στάελ (Anne-Louise-Germaine de Staël) θα σταματήσει στο Μιλάνο. Την προηγούμενη χρονιά έχει μεταφραστεί στα ιταλικά το έργο της De l’Allemagne (Για την Γερμανία), που θα αποτελέσει τη σημαντικότερη προπαγάνδα της γερμανικής λογοτεχνίας και του πρώτου γερμανικού ρομαντισμού. Ένα ακόμα κείμενο της ντε Στάελ, το άρθρο της «Sulla maniera e la utilità delle Traduzioni» («Για τον τρόπο και τη χρησιμότητα των μεταφράσεων») θα κυκλοφορήσει στις αρχές του 1816 στο Μιλάνο, δημοσιευμένο στο περιοδικό Biblioteca Italiana σε μετάφραση του Πιέτρο Τζιορντάνι (Pietro Giordani), και θα αποτελέσει το έναυσμα για τη διαμάχη περί ρομαντισμού και, συγχρόνως, τη ληξιαρχική πράξη γέννησης του ιταλικού ρομαντισμού. Ένας από τους πρώτους που θα ανταποκριθεί στις ιδέες και τις προτάσεις της ντε Στάελ είναι ο Λουντοβίκο ντι Μπρέμε (Ludovico di Breme), ο οποίος την ίδια χρονιά (1816) θα δημοσιεύσει τη μελέτη «Discorso intorno all’ingiustizia di alcuni giudizi letterari italiani» («Λόγος γύρω από την αδικία μερικών ιταλικών λογοτεχνικών κρίσεων»). Την ίδια χρονιά, το 1816, ο Τζιοβάνι Μπερκέτ (Giovanni Berchet) θα συντάξει το δοκίμιο που θα αποτελέσει το μανιφέστο του ιταλικού ρομαντισμού, το «Lettera semiseria di Grisostomo al suo figliulo» («Μισοσοβαρή επιστολή του Χρυσοστόμου στον γιόκα του»). Στο δοκίμιο αυτό αναγνωρίζονται οι οφειλές του ιταλικού στον γερμανικό ρομαντισμό και, μέσω της ανάλυσης δύο γερμανικών ποιημάτων του Μπίργκερ (G. A. Bürger), «Der wilde Jäger» («Ο άγριος κυνηγός») και της «Lenore» («Ελεονώρα»), καταδικάζεται ο κλασικισμός και αναδεικνύονται οι καλλιτεχνικές και λογοτεχνικές αρχές του ρομαντισμού. Στο ρομαντικό πνεύμα κινείται και ο Ερμές Βισκόντι (Ermes Visconti), που θα εκθέσει τις απόψεις του για το Ωραίο (και τη σχετικότητά του) στη μελέτη του «Idee elementari sulla poesia romantica» («Στοιχειώδεις ιδέες πάνω στη ρομαντική ποίηση»), δημοσιευμένη το 1818 στο περιοδικό-βήμα των ρομαντικών Il Conciliatore. Το βραχύβιο αυτό περιοδικό θα το διαδεχθεί η Antologia του Βισό (Gian Pietro Viesseux), που θα αρχίσει την δεκαετή έκδοσή της στη Φλωρεντία το 1821. Εδώ θα αρθρογραφήσουν σε σταθερή βάση δύο πολύ φίλοι του Διονυσίου, ο Τζιουζέπε Μοντάνι και ο Νικολό Τομαζέο (Niccolò Tommaseo). Τέλος, στο πλαίσιο της έναρξης της διαμάχης κλασικιστών-ρομαντικών, πρέπει να αναφερθεί ο Αλεσάντρο Μαντσόνι, ο οποίος ήδη το 1815 θα εκφραστεί εναντίον της χρήσης της μυθολογίας από την ποίηση και θα δημοσιεύσει τους πρώτους Θρησκευτικούς Ύμνους (Inni Sacri), υποδεικνύοντας έναν νέο τρόπο αναφοράς στη θρησκεία, την ιστορία και την λογοτεχνία. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1819, θα ολοκληρώσει το δράμα Il Conte di Carmagnola.
Ο ιταλικός ρομαντισμός, βέβαια, προσδέθηκε εξαρχής στη σύγχρονη πραγματικότητα και στα άμεσα πολιτικά και πατριωτικά αιτήματα των χρόνων αυτών (και έτσι, για παράδειγμα, δεν συνοδεύτηκε από τη στροφή προς τη μεσαιωνική λογοτεχνία, όπως συνέβη με άλλους ευρωπαϊκούς ρομαντισμούς). Τα κηρύγματα και τα ιδεώδη του ρομαντισμού συνδέθηκαν με τα φιλελεύθερα και επαναστατικά κινήματα που στρέφονταν εναντίον του ξένου κατακτητή (της Αυστρίας) και επιδίωκαν την κοινωνική ανανέωση. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1815, δηλαδή τη χρονιά που η ντε Στάελ αναστατώνει την Ιταλία με την παρουσία και το έργο της, θα ανεβεί με μεγάλη επιτυχία το πατριωτικό θεατρικό έργο Francesca da Rimini του Σίλβιο Πέλικο (Silvio Pellico). Από την άλλη, ο ιταλικός ρομαντισμός ποτέ δεν στράφηκε τόσο κάθετα ενάντια στην αρχαία και λατινική παράδοση. Καλλιέργησε πάντα την πλαστικότητα, χρησιμοποίησε τη φαντασία αλλά χωρίς υπερβολές, επιδίωξε την προσωπική ελευθερία αλλά χωρίς ακρότητες. Επιδίωξε εντέλει τη διαμόρφωση μιας λογοτεχνίας που θα μπορούσε να ενσωματώσει τις εθνικές της ανάγκες και τα θρησκευτικά πιστεύω της υπό διαμόρφωση ιταλικής συνείδησης.