Συνομιλώντας με τον Μόντι
Ο Διονύσιος θα ζήσει το πατριωτικό κλίμα καθώς και τη διαμάχη κλασικιστών-ρομαντικών (των «anciens» και των «moderne») και θα έχει φίλους και από τις δύο «παρατάξεις». Η σχέση του με τον πατριάρχη του κλασικισμού, τον Μόντι πρέπει να θεωρείται δεδομένη, σύμφωνα και με τη μαρτυρία του φίλου και βιογράφου του Τζιουζέπε Ρεγκάλντι (Giuseppe Regaldi): «Ο Vincenzo Monti μιλούσε συχνά με το νεαρό ζακύνθιο για τις εικόνες και τους ποικίλους συνδυασμούς τους. και ο Σολωμός ρωτούσε τον ιταλό για τις πρώτες πηγές, απ’ όπου αναβλύζουν οι εικόνες, και πώς συνδυάζονται νόμιμα κάτω από τις διάφορες μορφές. Γιατί σ’ αυτόν, εκτός από την φαντασία και το αίσθημα, θαυμαστή ήταν η κριτική, που δεν αφήνει να ξεπερνάνε τα όρια οι ορμές της παθιασμένης καρδιάς και τα πετάγματα του θερμού νου. Ο Μonti θύμωνε μ’ αυτή τη θεωρητική του ικανότητα, μ’ αυτή την αδάμαστη θέλησή του να ερευνά μέσ’ στα μυστήρια της τέχνης, γιατί ο ίδιος είχε κερδίσει πάρα πολλούς θαυμαστές όχι τόσο χάρη σε νέα και βαθιά νοήματα όσο χάρη στη ζωντανή μορφή του ύφους και την πλούσια επεξεργασία του εξωτερικού διάκοσμου.
Είχε δημοσιευτεί το λαμπρό βιβλίο του Perticari “Για τους συγγραφείς του 14ου αιώνα”. Ο Μonti το είχε στα χέρια του και, δείχνοντας με το δάχτυλό του τις σελίδες του μέρους 2, κεφ. 7, συνεπαρμένος από θαυμασμό, ρώτησε το ζακύνθιο σχετικά με τον Perticari. Ο Σολωμός, ο ποιητής των 17 ετών, βάλθηκε να διαβάζει την ερμηνεία τους στίχου του Αλιγκιέρι στο πρώτο άσμα της “Θείας Κωμωδίας”: Mi ripingeva là dove il sol tace. Στο μεταξύ ο Μonti πήγε μπροστά σ’ ένα μικρό καθρέφτη, που κρεμόταν από το γάντζο ενός παραθύρου, και άρχισε να ξυρίζεται. Ο Perticari λέει ότι ο Δάντης, ή μάλλον ο αναγνώστης, στο στίχο εκείνο “τρέμει κιόλας εξαιτίας της μεγάλης ερημίας που απλώνεται στη γη και την κόλαση” – ιδέα, που φαινόταν σωστή στον Monti και λαθεμένη στον Σολωμό, ο οποίος είπε ότι δεν έτρεμε από την ερημιά ανάμεσα στη γη και την κόλαση, όπου ο Δάντης δεν ήξερε ακόμα ότι θα πάει, αλλ’ από την αβεβαιότητα μέσα στην οποία η ψυχή βασανιζόταν ανάμεσα στην ερημιά και τον άγνωστο τόπο, όπου θα έβγαινε. Ο Μonti “που συνήθως έχανε την υπομονή του, όταν του έφεραν αντιρρήσεις”, όπως παρατηρεί ο Ν. Τommaseo, υπεροπτικά, άφησε το ξύρισμα και, γυρίζοντας στο νεαρό από τη Ζάκυνθο, ξέσπασε: “Δεν πρέπει τόσο να συλλογίζεσαι. πρέπει να αισθάνεσαι”. Και ο Σολωμός, πληγωμένος από την επίπληξη, φώναξε: “Εκείνος είναι αληθινά άνθρωπος που αισθάνεται εκείνο που έχει εννοήσει.”» (Βελουδής 1989: 236-7).
Η συνομιλία αυτή –που πρέπει μάλλον να γίνεται όταν ο Διονύσιος είναι σχεδόν 20 και όχι 17 χρονών (αφού το βιβλίο του Giulio Perticari κυκλοφόρησε στα τέλη του 1817) και που μαρτυρεί αναμφίβολα μια στενή σχέση του Ζακυνθινού με τον Μόντι– δεν είναι ίσως αρκετή για να διερευνηθούν οι θέσεις του Διονυσίου σχετικά με τη διαμάχη κλασικισμού-ρομαντισμού. Ο Μόντι είναι, βέβαια, κλασικιστής, εδώ όμως, με την επίπληξη που κάνει στον Διονύσιο, θα έλεγε κανείς ότι μοιάζει μάλλον ρομαντικός: «Δεν πρέπει τόσο να συλλογίζεσαι. πρέπει να αισθάνεσαι». Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ο Σολωμός, διαφωνώντας με τον Μόντι, ταυτίζεται με τις θέσεις του κλασικισμού. Το πιθανότερο είναι ότι ο Μόντι απλώς ελέγχει εκνευρισμένος την επιμονή του Σολωμού να διερευνά και να αναλύει τα θέματα σε βάθος (επιμονή που δεν χαρακτηρίζει τους κλασικιστές περισσότερο από ό,τι τους ρομαντικούς). Και πάντως, η άποψη του Σολωμού για τον κλασικό ποιητή Μόντι έχει εκφραστεί απερίφραστα στον Ρεγκάλντι, μολονότι πολλά χρόνια αργότερα σε σχέση με την παραπάνω συνομιλία: «Για μένα [λέει ο Σολωμός] η ποίηση είναι η λογική που έχει μετατραπεί σε εικόνες και αισθήματα και ο Μόντι έδινε εικόνες που δεν μπορούσαν να μεταφραστούν σε λογική. εικόνες παρμένες όχι από τη φύση αλλά από τα βιβλία.» (Βελουδής 1989: 239).